σεπτόμορφος

σεπτόμορφος
-ον, Μ
1. αυτός που έχει σεπτή, άγια μορφή
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σεπτόμορφα
οι άγιες εικόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεπτός + -μορφος (< μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”